Σάββατο 3 Νοεμβρίου 2012

Τρίτη 15 Μαΐου 2012

Στο ανηφορι της ζωης που περπατας
η αδικια θα σε βρει πυκνο χαλαζι
μα να θυμασαι πως γαληνη ακολουθει
και πως ο ηλιος ο χρυσος για σενα λιαζει.


Μην εμπιστευεσαι τις πλανες της ζωης
μη βασιστεις στα οσα ψευτικα σου ταζει
πολλες φορες μπορει στα νιατα σου να δεις
τη φαντασια σου σαν ατι να καλπαζει.


Τα ονειρα σου θα τα δεις χειροπιαστα
σαν δεντρο που ανθους και φυλλα βγαζει
αρκει να κουβαλας υπομονη
να κανεις οποιον σε μισει να σε θαυμαζει.


Συνοδοιπορο να χεις μια καλη καρδια
που θα τη δεις πολλες φορες ν αναστεναζει
μα λενε πως ανθρωπους συνετους 
ακομα κι ο θεος τους δοκιμαζει.


Πολυ συχνα θα σε πληγωσουν οι στιγμες
θα σε κερασουν απονια πικρο μαραζι
μα ο καθενας μας το δεντρο της ζωης
ποτιζει με το δακρυ του που σταζει.


Και οταν πεσεις βρες κουραγιο να σταθεις
νεα ελπιδα νεα αυγη γλυκοχαραζει
παρε ανασα και προχωρισε μπροστα
γιατι να ζεις γονατιστος δεν σου ταιριαζει.


Οταν την πορτα σου χτυπησει η μοναξια
και της ανοιξεις και την δεις να σε κοιταζει
κανε στην ακρη κι αφησε τηνε να μπει
μα πεπρωμενο ειν αυτο και δεν αλλαζει.


Αν στην ψυχη σου νιωσεις τοση παγωνια
των συνανθρωπων αν σε χτυπησε τ αγιαζι
σε μια γωνια σε περιμενει ζεστασια
γι αυτο να λες καρτερικα πως δεν πειραζει.


Κι αν τ ανηφορι που τραβας ειναι τραχυ
ο δρομος ο κουραστικος μη σε τρομαζει
καπου στο τελος τη δικαιωση θα δεις 
αυτη που λαχταρας να σ αγκαλιαζει. 










ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΘΑΝΑΣΗ ΠΑΤΕΡΑΚΗ-ΑΕΤΟΣ ΤΣΗ ΡΩΜΙΟΣΥΝΗΣ     

Σάββατο 5 Μαΐου 2012


ΓΕΡΜΑΝΙΚΕΣ ΕΚΤΕΛΕΣΕΙΣ


Του Σαράντου Καργάκου
Ιστορικού – Συγγραφέως
Απέφευγα για λόγους προσωπικής ευαισθησίας (έχουμε κι εμείς βέβαια τα ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα μας!) ν’ αναφερθώ στο περιβόητο θέμα των γερμανικών αποζημιώσεων. Ήμουν εξήμισυ ετών όταν ανήμερα σχεδόν του Αγίου Νικολάου του 1943 οι Γερμανοί πηγαίνανε για σκοτωμό τ’ αδέρφια του πατέρα μου. Η μάνα μου λέει πως με κρατούσε από το χέρι. Πέρασε το αυτοκίνητο με τους μελλοθάνατους από μπροστά μας, ο μικρός θείος μου που ήταν δεν ήταν 30 ετών, σήκωσε το χέρι και μας χαιρέτισε μ’ ένα πικρό χαμόγελο.
Και μετά το αυτοκίνητο χάθηκε σε κάποια στροφή. Τότε για πρώτη φορά άκουσα κι έμαθα τη λέξη εκτέλεση. Κι η λέξη έμεινε άσβηστη στη συνείδησή μου, γιατί έκτοτε είχαμε 
κι άλλες, κι άλλες πολλές ακόμη εκτελέσεις. Έφευγαν από κοντά μας αγαπημένα πρόσωπα κι ο κόσμος έλεγε: «Τα πήγαν για εκτέλεση»!
Κάποτε τα δεινά έληξαν και στον τόπο εγκαθιδρύθηκε μια κουτσή και στραβή τάξη. Η οικογένειά μου περνούσε δύσκολες ώρες αφόρητης φτώχειας. Η Κατοχή μάς είχε εξουθενώσει. Κάποιοι δικηγόροι ξεκίνησαν έναν αγώνα για αποζημιώσεις. Μάζευαν υπογραφές από συγγενείς θυμάτων. Υπόσχονταν -αν θυμάμαι καλά- δύο χιλιάδες το «κεφάλι». Πήγαν και στον πατέρα μου να υπογράψει, μα ο φτωχούλης αρνήθηκε με βδελυγμία. «Δεν κοστολογούνται τα κεφάλια των αδελφών μου», είπε. Κι ένιωσε πως.......
....... ανταπέδιδε με τη φράση αυτή την καλύτερη τιμωρία στην επηρμένη μεταπολεμική Γερμανία, τη Γερμανία του οικονομικού θαύματος, που στηρίχθηκε στην ξένη εργασία και στην αφειδώς παρεχόμενη αμερικανική βοήθεια.
Αν σ’ όλη αυτή τη μακρά διαδικασία με πληγώνει κάτι, είναι όχι αυτή καθαυτή η εκτέλεση, αλλά η «νομιμότητα» αυτής της εκτέλεσης. Οι γερμανικές αρχές είχαν διακηρύξει πως για κάθε σκοτωμένο Γερμανό θα εκτελούνταν 40 άμαχοι Έλληνες. Ας το σκεφθούμε αυτό: 40 Έλληνες έναντι ενός Γερμανού! Έτσι μας κοστολόγισαν κι έτσι μας κοστολογούν. Ένας Έλληνας είναι υποπολλαπλάσιο του Γερμανού. Αυτό εκφράζει όχι απλώς τη ναζιστική θηριωδία αλλά τη γενικώτερη ευρωπαϊκή νοοτροπία. Γιατί, όπως πολύ σοφά έλεγε ο Ντισραέλι, «μπορεί μια αποικία ν’ απέκτησε ανεξαρτησία, αλλά δεν παύει γι’ αυτό το λόγο να είναι αποικία».
Αν σήμερα οι Γερμανοί δυστροπούν να πληρώσουν την επιδικασθείσα από τα Δικαστήρια αποζημίωση στους μαρτυρικούς κατοίκους του Διστόμου (και όχι μόνον του Διστόμου), δεν το κάνουν μόνο από τσιγκουνιά, το κάνουν για να μας ταπεινώσουν ακόμη μια φορά. αρνούνται υπόσταση στα δικαστήριά μας. Ουσιαστικά δεν αναγνωρίζουν σε μας υπόσταση κράτους. Παραπέμπουν το ζήτημα στον Υπουργό. Αυτός είναι ένας περιδεής εκπρόσωπος της Νέας Τάξης που δεν λογοδοτεί στον ελληνικό λαό αλλά στα Διευθυντήρια των Νέων Καιρών.
Αυτό που όμως με θλίβει δεν είναι η ψυχική κακομοιριά των κυβερνώντων, είναι το ηθικό κατάντημα κάποιων δημοσιογράφων. Άκουγα ένα μεσημέρι κάποιον ραδιοσχολιαστή που με άκρως περιφρονητική φωνή στιγμάτιζε τη συμπεριφορά των Διστομιτών, επειδή κατέφυγαν στα ασφαλιστικά μέτρα κατά των Γερμανών. Κι έλεγε: «Πού φθάσαμε…»! Έπρεπε να είχε ζήσει τη γερμανική φρίκη της Κατοχής, για να είχε δει το πού φθάνε το κτήνος όταν κυριεύει την ανθρώπινη ψυχή. Τι έκαναν οι κάτοικοι του Διστόμου από το να προσφύγουν στη Δικαιοσύνη; Μήπως έπρεπε κι αυτοί – κι όχι μόνο αυτοί- να συμπεριφερθούν γερμανικά, δηλαδή να πιάσουν καμμιά πεντακοσαριά Γερμανούς τουρίστες και να τους κρατήσουν ομήρους ή να τους εκτελέσουν; Στα αντίποινα των Γερμανών εμείς δεν απαντήσαμε με αντίποινα. Οι Γερμανοί τιμωρήθηκαν ελάχιστα γι’ αυτά που διέπραξαν στον τόπο μας. Κάλυψαν ένα ελάχιστο μέρος των αποζημιώσεων που όφειλαν. Συνέχισαν τη ναζιστική πολιτική, όχι βέβαια στη γραμμή του Χίτλερ (δεν είναι ακόμη καιρός) αλλά στη γραμμή του Γκαίμπελς. Παραπλάνηση και εξαπάτηση. Και μετά αποθράσυνση. Θα ‘ρθει στιγμή που θα μας ζητήσουν αποζημίωση για τις σφαίρες που ξόδεψαν για να μας… σκοτώσουν.
Μέρος Δεύτερο
Το κείμενο που προηγήθηκε είχε γραφτεί προ πολλών ετών για να δημοσιευθεί στην εφημερίδα όπου αρθρογραφούσα επαγγελματικώς. Δεν δημοσιεύθηκε· και σε λίγες ημέρες «εκτελέστηκα» και δημοσιογραφικώς. Μου τράβηξαν το χαλί επιτηδείως κάτω από τα πόδια μου. Τώρα που ήλθαν οι δύσκολοι καιροί και η Γερμανία μάς φόρεσε καπίστρι, πολλοί σταθμοί και πάμπολλα έντυπα μού ζητούν να μιλήσω και να γράψω για τις περιβόητες αποζημιώσεις. Μου ζητήθηκε να μιλήσω και για τις εκτελέσεις. Κι αντιμετώπισα τις λοιδορίες δύο «καναλοκύνων». Αναφερόμουν στην εκτέλεση των συγγενών μου και στην υπέροχη στάση της γιαγιάς μου. Ήμουν μπροστά, όταν ο πατέρας τής ανακοίνωσε την εκτέλεση των δύο παιδιών της, των δύο αδελφών του. Η γιαγιά -βαθιά χριστιανική ψυχή- κατέβασε το μαύρο τσεμπέρι ως τα μάτια και πριν τυλίξει με αυτό το στόμα για να μη βγει κραυγή οδύνης, κατόρθωσε να μουρμουρίσει:
– Ο θεός να τους συγχωρέσει για το κακό που μου έκαναν!…
Κι έπειτα κλείστηκε στη βαθιά σιωπή της. Που και που ένα σιγαλό – σαν αγεράκι απαλό- μοιρολόι.
Πέρασαν κάποια χρόνια. Ήμουν στην τελευταία τάξη του Γυμνασίου, την λεγόμενη τότε «Ογδόη». Ο πατέρας έφθασε ένα μεσημέρι ράκος στο σπίτι. Τον είχε επισκεφθεί στο κατάστημα του «Δραγώνα» (Αιόλου 89) ο άνθρωπος που είχε βάλει στη λίστα των μελλοθάνατων τα αδέρφια του. ήταν ετοιμοθάνατος· τον «κουράριζε» στον Άγιο Σάββα, εξάδελφός μου ογκολόγος. Του έμεναν λίγες ημέρες ζωής. Ζήτησε από τον εξάδελφό μου την άδεια να βγει για λίγες ώρες· έπρεπε κάποιον να δει. Και πήγε να βρει τον πατέρα μου. Δεν μπορούσε να ανέβει στον ημιώροφο. Τον ζήτησε και κατέβηκε ο πατέρας. Σαν τον είδε πάνιασε.
– Ήλθα να πάρω τη συγγνώμη σου, του είπε ο άλλος. Σε λίγες μέρες πεθαίνω…
Ο πατέρας, βαθιά συγκλονισμένος, μόλις κατόρθωσε να ψελλίσει μία φράση:
– Να ‘σαι συγχωρεμένος…
Ανέβηκε γρήγορα τις σκάλες και κλείστηκε στο γραφειάκι που ήταν το λογιστήριο. Δεν ήθελε να τον δει κανείς με δάκρυα στα μάτια. Ήταν ένας μικρόσωμος άνθρωπος με υψηλή περηφάνεια. Μας τα είπε στο σπίτι με αναφιλητά. Ήταν η πρώτη φορά που μάλωσα με τον πατέρα μου. Με τη σκληρότητα της νεανικής ηλικίας πίστευα πως η συγγνώμη σ’ έναν εγκληματία συνιστά αδικία. Σήμερα το ίδιο θα έπραττα κι εγώ, Αυτό δεν σημαίνει πως έκοψα να είμαι Μανιάτης. Αλλά η πείρα μιας μακράς ζωής με εδίδαξε ότι η καλύτερη εκδίκηση είναι η συγγνώμη. Γι’ αυτό συγχωρώ και τον δημοσιογράφο – κάποτε φίλο- και τα παρασαρκώματα που τον περιστοιχίζουν, που, χωρίς να φορούν την στολή της «Βέρμαχτ», συνεχίζουν με άλλα μέσα το έργο τους.
Συγχωρώ ακόμη και τους Γερμανούς δημοσιογράφους, τραπεζίτες και πολιτικούς για όσα μας κάνουν. Κι όχι απλώς τους συγχωρώ, αλλά τους ευγνωμονώ. Από τη δική τους αγνώμονα στάση, θα ξεπηδήσει η δική μας ανάταση, η νέα εθνική μας επανάσταση. Όχι κατά των Γερμανών αλλά κατά των υπολειμμάτων του δωσιλογισμού που «κοπροκρατούν» (το ρήμα του Ελύτη) πολιτικά και οικονομικά τη δόλια πατρίδα μας.
Υ.Γ. Το πρωτότυπο κείμενο είναι δημοσιευμένο σε πολυτονικό
Πηγή: Αθηναϊκό Ημερολόγιο 2012, Εκδόσεις Φιλιππότη

ΧΑΝΙΑ ΝΗΣΟΣ ΑΓΡΙΑ ΓΡΑΜΒΟΥΣΑ

ΧΑΝΙΑ ΝΗΣΟΣ ΗΜΕΡΗ ΓΡΑΜΒΟΥΣΑ


ΛΙΜΝΟΘΑΛΑΣΣΑ ΤΟΥ ΜΠΑΛΟΥ-ΤΙΓΑΝΙ ΓΡΑΜΒΟΥΣΑ ΧΑΝΙΩΝ ΚΡΗΤΗΣ


ΜΗΛΟΠΕΤΡΕΣ


ΕΔΩ ΡΙΧΝΑΝΕ ΤΙΣ ΕΛΙΕΣ ΠΑΛΑΙΩΤΕΡΑ ΚΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΠΕΡΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥΣ ΑΠΟ ΚΑΠΟΙΟ ΖΩΟ ΣΥΝΗΘΩΣ ΑΛΕΘΑΝ ΤΙΣ ΕΛΙΕΣ.ΜΕΤΑ ΠΙΕΖΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΠΟΛΤΟ ΒΓΑΖΑΝΕ ΤΟ ΛΑΔΙ.

ΣΠΥΡΟΣ ΚΑΓΙΑΛΕΣ



Τότε συνέβη κάτι το απίστευτο, κάτι ανεπανάληπτο: Ο Σπύρος Καγιαλές-Καγιαλεδάκης, ορμά αμέσως, αρπάζει την σημαία, κάνει το ίδιο του το σώμα ιστό, και ανυψώνει με τα χέρια του τη Σημαία, που συνέχιζε να κυματίζει περήφανη απέναντι από τα κανόνια του ξένου στόλου.
Οι επαναστάτες και τα πληρώματα των ελληνικών πολεμικών πλοίων που παρακολουθούσαν την εξέλιξη του βομβαρδισμού, έγιναν μάρτυρες μίας απρόσμενης έκπληξης, ενός θαύματος που προκάλεσε η τόσο ριψοκίνδυνη όσο και μοναδική ηρωική πράξη του Σπύρου Καγιαλέ-Καγιαλεδάκη και εξέφραζε με μοναδικό τρόπο την αμετάκλητη απόφαση των επαναστατημένων Κρητικών για ελευθερία ή θάνατο




ΚΑΓΙΑΛΕΣ


Στων απογονων σου θα ζεις τσ αθιβολες.
ξεχωριστο τση Κρητης τιμημενο παλικαρι
στη θυμηση μας εισαι παντα ο Καγιαλες
αυτος που εκαμε το σωμα του κονταρι.


Αντι για λαβαρο εσταθηκες εσυ
που το χε φανει τση πατριδας τ αργαστηρι
και μια σελιδα εζωγραφισες χρυση
πανω στους βραχους στο περηφανο Ακρωτηρι.


Απο την Κρητη πηρες κεινες τσ αρετες
αυτες που ηρωα σε καμανε στο τελος
κι ορθος επαλεψες πεισματικα γι αυτες
κι ηταν στο πλαι σου κι ο γερο Βενιζελος.


Με περηφανια τα γεμιζεις τα Χανια
εκει ψηλα στη γειτονια των αθανατων
γιατι σουν γονος απο κεινη τη γενια
που δεν τη σκιαζανε τα βολια των αρματων.


Τα βολια γυρω σου επεφτανε βροχη
μα συ ατρομητος σημαια ειχες γινει
κι εγραψες μια δικια σου εποχη
κι εγινες ασβηστος πυρσος απου δε σβηνει.


Ειχες στο μπετη σου ατσαλινη καρδια 
που στων προγονων σου σ οδηγησε τα ζαλα
ανθρωποι που διψουν για λευτερια
διψουνε και για πραματα μεγαλα.


Ιδανικα ενος ολοκληρου νησιου
τα ζυγιασες με τη ζωη τη μερα εκεινη
το μποι ειχανε ενος κυπαρισσιου
γι αυτο αθανατος για παντα εχεις μεινει.


Την ιστορια σου περηφανα θα λες
σ ολους αυτους που σ ατενιζουν στ Ακρωτηρι
εγω μαι ο Σπυρος θα τους λες ο Καγιαλες
ειμ απο κεινους που ο χρονος δεν τους φθειρει. 


ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΘΑΝΑΣΗ ΠΑΤΕΡΑΚΗ-ΑΕΤΟΣ ΤΣΗ ΡΩΜΙΟΣΥΝΗΣ  

ΧΑΝΙΑ Ο ΤΑΦΟΣ ΣΟΦΟΚΛΗ ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ


ΧΑΝΙΑ Ο ΤΑΦΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ


ΧΑΝΙΑ ΚΟΥΝ ΚΑΠΙ-ΠΥΛΗ ΤΗΣ ΑΜΟΥ



ΜΙΑ ΑΠΟ ΤΗΣ ΠΥΛΕΣ ΤΟΥ ΦΡΟΥΡΙΟΥ ΤΗΣ ΠΟΛΕΩΣ ΤΩΝ ΧΑΝΙΩΝ ΒΑ

ΣΠΗΛΑΙΟ ΑΓ. ΙΩΑΝΝΟΥ ΕΡΗΜΗΤΟΥ.



Ο ΑΓ.ΙΩΑΝΝΗΣ ΗΤΑΝ ΕΝΑΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ 99 ΑΓ.ΠΑΤΕΡΕΣ ΠΟΥ ΗΡΘΑΝ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ ΑΠΟ ΤΑ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΤΟΥΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΡΑΒΕΣ.ΟΙ ΥΠΟΛΟΙΠΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΕΜΕΙΝΑΝ ΣΕ ΕΝΑ ΣΠΗΛΑΙΟ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΑΖΟΓΥΡΕ ΧΑΝΙΩΝ ΣΤΑ ΝΟΤΙΑ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ. Ο ΑΓ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΟΜΩΣ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΕΙΣ ΣΕ ΔΙΑΦΟΡΑ ΣΠΗΛΑΙΑ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ(ΣΠΗΛΑΙΟ ΜΑΡΑΘΟΚΕΦΑΛΑΣ ΣΤΟ ΚΟΛΥΜΒΑΡΙ -ΣΠΗΛΑΙΟ ΑΓ ΣΟΦΙΑΣ ΣΤΑ ΤΟΠΟΛΙΑ ΚΙΣΑΜΟΥ) ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΘΗΚΕ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΑΥΤΟ ΚΑΙ ΑΣΚΗΤΕΨΕ ΤΟ ΥΠΟΛΟΙΠΟ ΜΕΡΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ.ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΑΥΤΟ ΒΡΗΣΚΕΤΕ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΓΟΥΒΕΡΝΕΤΟΥ ΣΤΟ ΑΚΡΩΤΗΡΙ ΧΑΝΙΩΝ

ΤΟ ΚΑΘΟΛΙΚΟ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΓΟΥΒΕΡΝΕΤΟΥ

Ο ΝΑΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟΣ ΣΤΑ ΕΙΣΩΔΕΙΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΜΑΣ ΚΑΙ ΕΟΡΤΑΖΕΙ ΣΤΙΣ 21 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ.

Κυριακή 29 Απριλίου 2012

 Ο βράχος και το κύμα 
«Μέριασε, βράχε, να διαβώ!» το κύμα ανδρειωμένο λέγει στην πέτρα του γιαλού θολό, μελανιασμένο. «Μέριασε! μες τα στήθη μου, που 'σαν νεκρά και κρύα μαύρος βοριάς εφώλιασε και μαύρη τρικυμία. Αφρούς δεν έχω γι' άρματα, κούφια βοή γι' αντάρα, έχω ποτάμι αίματα, με θέριεψε η κατάρα του κόσμου, που βαρέθηκε, του κόσμου που 'πε τώρα: «Βράχε, θα πέσεις, έφτασεν η φοβερή σου η ώρα!» Όταν ερχόμουνα σιγά, δειλό, παραδαρμένο, και σο 'γλυφα και σο 'πλενα τα πόδια δουλωμένo, περήφανα μ' εκοίταζες και φώναζες του κόσμου, να δει την καταφρόνεση που πάθαινε ο αφρός μου. Κι αντίς εγώ κρυφά-κρυφά, εκεί που σε φιλούσα, μέρα και νύχτα σ'έσκαφτα τη σάρκα σου εδαγκούσα και την πληγή που σ' άνοιγα, το λάκκο που 'θε κάμω, με φύκη τον επλάκωνα, τον έκρυβα στον άμμο. Σκύψε να ιδείς τη ρίζα σου στης θάλασσας τα βύθη, τα θέμελά σου τα 'φαγα, σ' έκαμα κουφολίθι. Μέριασε, βράχε, να διαβώ! Του δούλου το ποδάρι θα σε πατήσει στο λαιμό...Εξύπνησα λιοντάρι...» Ο βράχος εκοιμότουνε. Στην καταχνιά κρυμμένος, αναίσθητος σου φαίνεται, νεκρός, σαβανωμένος. Του φώτιζαν το μέτωπο, σχισμένο από ρυτίδες, του φεγγαριού, που 'ταν χλωμό, μισόσβηστες αχτίδες. Ολόγυρα του ονείρατα, κατάρες ανεμίζουν και στον ανεμοστρόβιλο φαντάσματα αρμενίζουν, καθώς ανεμοδέρνουνε και φτεροθορυβούνε τη δυσωδία του νεκρού τα όρνια αν μυριστούνε. Το μούγκρισμα του κύματος, την άσπλαχνη φοβέρα, χίλιες φορές την άκουσεν ο βράχος στον αθέρα ν' αντιβοά τρομαχτικά χωρίς καν να ξυπνήσει, και σήμερα ανατρίχιασε, λες θα λιγοψυχήσει. «Κύμα, τι θέλεις από με και τι με φοβερίζεις; Ποιος είσαι συ κι ετόλμησες, αντί να με δροσίζεις, αντί με το τραγούδι σου τον ύπνο μου να ευφραίνεις, και με τα κρύα σου νερά τη φτέρνα μου να πλένεις, εμπρός μου στέκεις φοβερό, μ' αφρούς στεφανωμένο; Όποιος κι αν είσαι μάθε το, εύκολα δεν πεθαίνω!» «Βράχε, με λένε Εκδίκηση. Μ' επότισεν ο χρόνος χολή και καταφρόνεση. Μ' ανάθρεψεν ο πόνος. Ήμουνα δάκρυ μια φορά και τώρα κοίταξέ με, έγινα θάλασσα πλατιά, πέσε, προσκύνησέ με. Εδώ μέσα στα σπλάχνα μου, βλέπεις, δεν έχω φύκη, σέρνω ένα σύγνεφο ψυχές, ερμιά και καταδίκη, ξύπνησε τώρα, σε ζητούν του άδη μου τ' αχνάρια... Μ' έκαμες ξυλοκρέβατο... Με φόρτωσες κουφάρια... Σε ξένους μ' έριξες γιαλούς... Το ψυχομάχημά μου το περιγέλασαν πολλοί και τα πατήματά μου τα φαρμακέψανε κρυφά με την ελεημοσύνη. Μέριασε βράχε, να διαβώ, επέρασε η γαλήνη, καταποτήρας είμαι εγώ, ο άσπονδος εχθρός σου, γίγαντας στέκω εμπρός σου!» Ο βράχος εβουβάθηκε. Το κύμα στην ορμή του εκαταπόντησε μεμιάς το κούφιο το κορμί του. Χάνεται μες την άβυσσο, τρίβεται, σβήεται, λιώνει σα να 'ταν από χιόνι. Επάνωθέ του εβόγγιζε για λίγο αγριεμένη η θάλασσα κι εκλείστηκε. Τώρα δεν απομένει στον τόπο που 'ταν το στοιχειό, κανείς παρά το κύμα, που παίζει γαλανόλευκο επάνω από το μνήμα.  ;;;;;;;;;;;;;;και ο νοων νοητο.










Ο «κρίνος της θάλασσας» (Pancratium maritimum) 


Ανθίζει από τον Αύγουστο μέχρι τον Σεπτέμβριο σε αμμώδεις παραλίες, εκεί που τελειώνει το χειμέριο κύμα. Τα άνθη του (3-15 σε κάθε σκιάδιο) είναι κατάλευκα, εύοσμα, μεγάλα και σε σχήμα χοάνης. Φυτρώνει σχεδόν σε όλες τις αμμουδιές της Κρήτης, του Αιγαίου και του Ιονίου, αλλά με την τουριστική αξιοποίηση των παραλιών, οι πληθυσμοί του έχουν αρχίσει να εξασθενούν.

Ο κρίνος της θάλασσας ενώνει τη σημερινή με την προϊστορική φύση του Αιγαίου. Είναι πασίγνωστος από τις «μινωικές» εικονογραφήσεις της Κρήτης, κυρίως στο ανάκτορο της Κνωσού και από τις υστεροκυκλαδικές τοιχογραφίες της Σαντορίνης. Ενδιαφέρον έχει ο τρόπος αναπαραγωγής του. Οι μαύροι ανάλαφροι σπόροι του, που μοιάζουν με κομμάτια κάρβουνου, διασκορπίζονται με τον αέρα στην θάλασσα. Οι σπόροι επιπλέουν πάνω στα κύματα και τα ρεύματα τούς διασπείρουν σε άλλες αμμουδιές, όπου θα δώσουν νέα φυτά. 















Κυριακή 11 Μαρτίου 2012

Xαλίλ Γκιμπράν (1883-1931) "ο Κήπος του Προφήτη"
"Το έθνος να λυπάστε αν φορεί ένδυμα που δεν το ύφανε.
Ψωμί αν τρώει αλλά όχι απ' τη σοδειά του.
Κρασί αν πίνει, αλλά όχι από το
πατητήρι του.
Το έθνος να λυπάστε που δεν υψώνει τη φωνή
παρά μονάχα στη πομπή της κηδείας.
Που δεν συμφιλιώνεται παρά μονάχα μες τα ερείπιά του.
Που δεν επαναστατεί παρά μονάχα σαν βρεθεί
ο λαιμός του ανάμεσα στο σπαθί και την πέτρα.
Το έθνος να λυπάστε που έχει αλεπού για πολιτικό, απατεώνα για φιλόσοφο,
μπαλώματα και απομιμήσεις είναι η τέχνη του.
Το έθνος να λυπάστε που έχει σοφούς από χρόνια βουβαμένους."

Δευτέρα 6 Φεβρουαρίου 2012